- περιπαθώ
- -έω, Α [περιπαθής]βρίσκομαι στην κατάσταση τού περιπαθούς, κατέχομαι από ισχυρή συναισθηματική φόρτιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπαθῶ — περιπαθέω to be in a state of violent emotion pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιπαθέω to be in a state of violent emotion pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάθησις — ήσεως, ἡ, Α [περιπαθώ] 1. η ένταση τού πάθους, η συναισθηματική έξαψη 2. στον πληθ. αἱ περιπαθήσεις (ρητ.) εκφράσεις που προκαλούν συγκίνηση στο ακροατήριο … Dictionary of Greek